- εκτοπίζω
- (AM ἐκτοπίζω)απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζωνεοελλ.1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση του3. βάζω στην άκρη, παραμερίζω («οι νέες ιδέες εκτόπισαν τις παλιές»)4. (με εχθρ. έννοια) απωθώ τον εχθρό από τις θέσεις τουαρχ.1. μεταστρέφω, μεταβάλλω2. (αμτβ.) (κυρ. για πουλιά ή ψάρια) αποδημώ, μεταναστεύω3. (για ρήτορα) μέσ. απομακρύνομαι από το θέμα μου, περιφέρομαι4. αποφεύγω, ξεφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.